- κνισμος
- κνισμόςὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνισμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισμός — ο (Α κνισμός) [κνίζω] κνησμός, φαγούρα αρχ. 1. εξοργισμός, εξερεθισμός 2. (στους εραστές) φιλονικία 3. είδος χορού 4. είδος αυλήσεως … Dictionary of Greek
κνισμοῦ — κνισμός itching masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισμούς — κνισμός itching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισμῷ — κνισμός itching masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισμόν — κνισμός itching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακνισμός — κατακνισμός, ὁ (Α) [κατακνίζω] ο κνισμός* … Dictionary of Greek
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
κνισμώδης — ες [κνισμός] κνησμώδης … Dictionary of Greek
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary